Τις τελευταίες βδομάδες όλοι μας βιώνουμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση με την επικοινωνία με φίλους και γνωστούς μέσω Facebook, Twitter και Instagram. Στα μέσα αυτά ο καθένας μας αρκετές φορές έχουμε στείλει μηνύματα για τα οποία μετανιώσαμε ή έχουμε κοινοποιήσει δημοσιεύσεις που φανερώνουν πολλά για την προσωπικότητά μας.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ όμως αν θα μπορούσαν όλα τα παραπάνω να χρησιμοποιηθούν εναντίον μας ή υπερ μας στο πλαίσιο μιας μελλοντικής ποινικής δίκης στην οποία πιθανώς να αναμειχθούμε; Με άλλα λόγια θα μπορούσαν οι ιδιωτικές μας συνομιλίες και δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αποτελέσουν αποδεικτικό μέσο το οποίο θα λάβει υπόψη του το δικαστήριο για την θεμελίωση της ενοχής ή της αθωότητάς μας σε κάποια υπόθεση ;
Προτού απαντήσουμε καταφατικά ή αρνητικά στα παραπάνω ερωτήματα , το evialive.gr επικοινώνησε με την Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη για το θέμα αυτό και ζήτησε την γνώμη του κ. Παυλίδη είδικού επί των θεμάτων αυτών..
Σήμερα ,δυστυχώς, με την ηθική αποβιταμίνωση της τεχνολογίας και την κυριαρχία των οικονομικών συμφερόντων εις βάρος του ατόμου, η ιδιωτικότητά μας παραβιάζεται καθημερινά, ενώ μεγάλο μέρος των πολιτών έχουν εναρμονιστεί με την παραπάνω κατάσταση ώστε θεωρούν ακόμα και την ηλεκτρονική παρακολούθηση ως κάτι το φυσιολογικό για την καθημερινότητά τους. Εξάλλου, με βάση έρευνες που έχουν διεξαχθεί από βρετανικά και αμερικάνικα περιοδικά προκύπτει πως μια μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών του Ην. Βασιλείου και των ΗΠΑ επιθυμούν περισσότερες ηλεκτρονικές κάμερες παρά το γεγονός πως η μέθοδος αυτή απεδείχθη ατελέσφορη για την αποτροπή τρομοκρατικών χτυπημάτων, όπως το 2005 στο Λονδίνο. Απέναντι στο δίλημμα αυτό περί της προστασίας της ιδιωτικότητας αφενός και της ασφάλειας αφετέρου, ο Έλληνας αναθεωρητικός νομοθέτης έδειξε μια ισχυρή βούληση να προστατεύσει το ατομικό δικαίωμα της ιδιωτικότητας, ιδίως στον τομέα των αποδεικτικών μέσων.
Πιο Συγκεκριμένα:
Mε βάση το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος ” Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α του Συντάγματος”. Από τη διάταξη αυτή γίνεται κατανοητό πως συνταγματικά δεν επιτρέπεται η χρήση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου έχει αποκτηθεί κατά παράβαση του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 9 και 9Α) ή του δικαιώματος στην ανταπόκριση και την επικοινωνία. Παρόμοια με την παραπάνω συνταγματική διάταξη, είναι σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας το άρθρο 177 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά το 2008 ενόψει της ” υπόθεσης Ζαχόπουλου” εξυπηρετώντας πολιτικές και ευκαιριακές σκοπιμότητες. Η παραπάνω ρύθμιση λοιπόν, απαγορεύει να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα σε μια ποινική δίκη αυτά που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών. Μάλιστα, ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται η παραπάνω απαγόρευση δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως αποτελεί ”πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία” ενώ οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα.
Αξίζει βέβαια να σημειώσουμε πως οι παραπάνω διατάξεις που αναλύσαμε δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε μια σχέση αλληλοεπικάλυψης αλλά σε μια σχέση εξειδίκευσης, αφού το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται σε αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις (πχ. παράνομη καταγραφή συνομιλιών ή βιντεοσκόπηση κατά παράβαση του άρθρου 370Α ΠΚ), ενώ το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος καλύπτει τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων όπως της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων.
Όσον αφορά τις συνομιλίες μας λοιπόν, στο Messenger ή στο instagram αν και μπορούμε να πούμε πως δικονομικά πρόκειται για επιστολές, θα ήταν πολύ δύσκολο να ισχυριστούμε πως έχουν αποκτηθεί μέσω αξιόποινης πράξης (αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 370Α ΠΚ) αλλά αντίθετα ,εμπίπτουν στη συνταγματικώς αναγνωρισθείσα προστασία της ιδιωτικότητας και της ανταπόκρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1 εδ. β’ και 19 του Συντάγματος. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η λύση της ολικής απαγόρευσης αξιοποίησης τους ως αποδεικτικά μέσα θα είχε ανεπιεική αποτελέσματα, η ελληνική νομολογία έχει προχωρήσει σε διάφορες κατασκευές.
Πιο συγκεκριμένα, ο Άρειος Πάγος έχει δεχτεί πως αν κάποιο αποδεικτικό μέσο έχει αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου των συνομιλιών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον κάποιου ποινικού δικαστηρίου εάν αποτελεί το μοναδικό μέσο προκειμένου ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητά του ή είναι ο μόνος τρόπος προστασίας ενός απροστάτευτου θύματος. Έτσι λοιπόν, στην υποθετική περίπτωση που κάποιος εκβιάζει ένα πρόσωπο μέσω του Facebook , με την απειλή ότι θα σκοτώσει το παιδί του εάν δεν του δώσει τα χρήματα που ζητάει, είναι προφανές πως τα έννομα αγαθά που διακυβεύονται(δηλαδή η ζωή του παιδιού και η περιουσία του θύματος) είναι πολύ σημαντικότερα από αυτά που θα θυσιαστούν (δηλαδή το απόρρητο των συνομιλιών) οπότε επιτρέπεται η προσκόμισή τους ενώπιον του δικαστηρίου. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις που η προστασία του απορρήτου των επιστολών κρίνεται σημαντικότερη είναι προφανές ότι δεν θα επιτρέπονταν η προσκόμιση αντίστοιχων αποδεικτικών μέσων.
Πολύ απλά, οι συνομιλίες μας, στο Messenger ή στο instagram , τις οποίες μας έχουν στείλει οικειοθελώς μπορούν να δημοσιευτούν ώστε να χρησιμοποιηθούν ενώπιον κάποιου ποινικού δικαστηρίου αν είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδείξεις ότι δεν «είσαι ελέφαντας» . ….Ακούει ο δήμος Χαλκιδαίων??
Γενικά από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, πως οι συνομιλίες μας και οι κοινοποιήσεις μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προστατεύονται πλήρως από το Σύνταγμα ενώ οι λόγοι για τους οποίους μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα δικαστήριο ως αποδεικτικά μέσα είναι περιορισμένοι. Σε αντίθεση λοιπόν, με άλλες χώρες όπου τα προσωπικά δεδομένα και η ιδιωτικότητα έχουν αρχίσει να θυσιάζονται καθημερινά στο βωμό εξυπηρέτησης άλλων συμφερόντων, στη χώρα μας βλέπουμε πως σε θεωρητικό -τουλάχιστον- επίπεδο υπάρχει μια τεράστια ευαισθησία πάνω στο ζήτημα αυτό.
Βέβαια επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι απόλυτο, το να προστατεύεται με τόσο άκαμπτο και απόλυτο τρόπο η ιδιωτικότητα και το προσωπικό απόρρητο θα μπορούσε ορισμένες φορές να οδηγήσει στην ανοχή απέναντι σε εγκλήματα που τελούνται υπό το κάλυμμα αυτό. Τι θα λέγαμε για παράδειγμα σε περίπτωση που η αστυνομία συλλάβει κάποιον Αντιδήμαρχο , η την εντεταλμένη σύμβουλο ΑμεΑ της Δημάρχου Έλενας βάκα, έχοντας ως επιβαρυντικά αποδεικτικά στοιχεία συνομιλίες τους σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να χρειάζεται διαρκώς ο δικαστής να προχωράει σε θεωρητικές κατασκευές και νομικές ακροβασίες προκειμένου να καλύψει τα ηθελημένα νομοθετικά κενά
Συνάγεται, λοιπόν, ότι τα μηνύματα μέσω των social media δεν θεωρούνται κατά κανόνα παράνομα αποδεικτικά μέσα και άρα δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται στο δικαστήριο από τους ίδιους τους αντιδίκους. Γίνεται λόγος για παράνομα αποδεικτικά μέσα μόνο όταν προσκομίζονται μηνύματα από τρίτο πρόσωπο που αφορούν ξεχωριστό από αυτόν συνομιλούντες, που και σε αυτή την περίπτωση απαιτείται στάθμιση με την αρχή της αναλογικότητας, όταν δεν υφίσταται άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του.
Μένει μόνο να το δούμε στην πράξη.
Για το Evialive.gr -Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλίδης
To evialive.gr ρώτησε και το Δικηγορικό Γραφείο Μαργαρίτης & Συνεργάτες στην Αθήνα , για το τι συμβαίνει πρακτικά , τελικά οι συνομιλίες στα social media μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά δίκης η όχι ? τι λέει η μάχιμη δικηγορία
Διαβάστε τι μας είπαν
Σε μία υπόθεση ποινικής φύσης , ο συνήγορος υπεράσπισης προσκόμισε στο δικαστήριο φωτογραφίες από μία σελίδα στο Facebook και πρωτόκολλα συνομιλιών από λογαριασμό στο Facebook Messenger. Η φωτογραφία που απεικόνιζε το θύμα και οι συνομιλίες προσκομίσθηκαν προς απόδειξη του ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι η πρώτη δεν κατέρρευσε ψυχολογικά από τον τελευταίο. Ο συνήγορος πολιτικής αγωγής ζήτησε τα εν λόγω έγγραφα να μην ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο, καθόσον αποτελούσαν, κατ’ αυτόν, παράνομο αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 19 του Συντάγματος, και επιπλέον αμφισβήτησε τη γνησιότητα των εγγράφων, θεωρώντας ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αποτελεί προϊόν συρραφής.
Το δικαστήριο επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία προβλέπει ότι αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση παρανόμου αποδεικτικού μέσου στην ποινική δίκη προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και εξ αυτού προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Το δικαστήριο απεφάνθη ότι το γραπτό μήνυμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι και αυτό υπηρεσία της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες και να το διαβάσει στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου ή του υπολογιστή. Τα σύγχρονα κινητά τηλέφωνα [“smartphones”], σύμφωνα με το δικαστήριο, πρέπει να θεωρούνται ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές, καθώς έχουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο Διαδίκτυο κλπ. Τα γραπτά μηνύματα θεωρούνται ως ηλεκτρονικά μηνύματα, εφόσον αποτελούν σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, και ως εκ τούτου έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του τηλεφώνου. Τα γραπτά μηνύματα μπορούν να αποθηκευθούν στη μνήμη του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη και έτσι μπορούν να ανασυρθούν ανά πάσα στιγμή. Η εν λόγω δυνατότητα τελεί σε γνώση του αποστολέα του μηνύματος και, κατά συνέπεια – κατά το δικαστήριο – υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κάτοχο του μηνύματος. Τα γραπτά μηνύματα αντιμετωπίζονται δικονομικά ως επιστολές, αλλά δεν υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 370Α παρ. 1 ΠΚ, καθώς η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιλαμβάνει τη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων.
Εκ των ανωτέρω, το δικαστήριο κατέληξε ότι τα γραπτά μηνύματα εμπίπτουν στη συνταγματικώς αναγνωρισθείσα προστασία της ιδιωτικότητας και της ανταπόκρισης, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1 εδ. β’ και 19 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πρόσθετα, η χρήση αποδεικτικού μέσου κατά παράβαση των δικαιωμάτων αυτών απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος. Συνεπώς, το δικαστήριο απεφάνθη ότι τα μηνύματα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook Messenger, δεν πρέπει να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα όταν προσκομίζονται στο δικαστήριο από τους ίδιους τους αντιδίκους και συνάμα συνομιλούντες μέσω αυτών, στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει στο δικαστήριο μηνύματα, αυτά θα πρέπει να θεωρούνται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός εάν ο επικαλούμενος αυτά διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του.
Αναφορικά με τη χρήση φωτογραφιών που έχουν δημοσιευθεί στο Facebook ως αποδεικτικού μέσου, το δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση αυτή συνιστά επεξεργασία εμπίπτουσα στο ρυθμιστικό πεδίο του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (“ΓΚΠΔ”)7. Η προβλεπόμενη εξαίρεση στο άρθρο 2 παρ. 2, εδ. γ’ ΓΚΠΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση εν προκειμένω, καθώς στην περίπτωση που η φωτογραφία ενός προσώπου προσκομίζεται με σκοπό την αποδεικτική θεμελίωση ενός ισχυρισμού σε δίκη, εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα του υπευθύνου της επεξεργασίας, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επεξεργασία στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας.
Επίσης, οι χρήστες του Facebook αποδέχονται τους προδιατυπωμένους όρους και έτσι λαμβάνουν γνώση για το γεγονός ότι κάθε χρήστης του μέσου κοινωνικής δικτύωσης έχει δυνατότητα πρόσβασης σε περιεχόμενο που έχει κοινοποιηθεί σε σελίδα του Facebook και μπορεί να το συλλέξει [“upload”], να το αποθηκεύσει, να το αναδιανείμει και να το χρησιμοποιήσει. Βάσει αυτών, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών από τον ίδιο τον χρήστη σε δημοσίως προσβάσιμο μέσο κοινωνικής δικτύωσης είναι τεκμήριο υπέρ της επιθυμίας του/της για δημοσιοποίηση και όχι για περιφρούρηση και προστασία των πληροφοριών αυτών.
Κατά συνέπεια, το δικαστήριο επέτρεψε την προσκόμιση γραπτών μηνυμάτων στο Facebook Messenger και φωτογραφιών που δημοσιεύθηκαν σε σελίδα του Facebook ως αποδεικτικών μέσων.
Σχόλια – Παρατηρήσεις